- εισοδικός
- -ή, -ό (Μ εἰσοδικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο2. το ουδ. ως ουσ. το εισοδικόσύντομος ύμνος από έναν ψαλμικό στίχο και το εφύμνιο «Σῶσον ἡμᾱς Υἱὲ Θεοῡ... Ἀλληλούια», ο οποίος ψάλλεται κατά τη μικρή είσοδο τής Λειτουργίας μετά το απολυτίκιο.
Dictionary of Greek. 2013.